αμυδρότητα

αμυδρότητα
η (Α ἀμυδρότης) [ἀμυδρός]
1. σκοτεινότητα, θολότητα
2. ασάφεια
3. εξασθένηση, ατονία, αδυναμία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αμυδρότητα — η σκοτεινότητα, ασάφεια: Η αμυδρότητα αυτή στο εσωτερικό της εκκλησίας δημιουργούσε υποβλητικότητα και μυστικισμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀμυδρότητα — ἀμυδρότης dimness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμυδρός — ή, ό (Α ἀμυδρός, ά, όν) 1. (για οπτικές εντυπώσεις) ασαφής στην όραση, δυσδιάκριτος, σκοτεινός 2. (για εντυπώσεις) μη εναργής, ασαφής, συγκεχυμένος 3. αδύναμος, άτονος, ανεπαίσθητος αρχ. ατελής. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι αβέβαιης ετυμολογίας. Πρόκειται …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”